Λέξη: καταπνίγω
Σχετικές λέξεις: καταπνίγω
καταπνίγω συνώνυμα, καταπνίγω συνώνυμο
Συνώνυμα: καταπνίγω
καταβάλλω, δαμάζω, πνίγω, ασφυκτιώ, καταπνίγομαι
Μεταφράσεις: καταπνίγω
καταπνίγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suppress, cork, quell, choke back, stifle
καταπνίγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reprimir, sofocar, contener, suprimir, corcho, Cork, de corcho, de Cork, del corcho
καταπνίγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterdrücken, Kork, Korken, cork
καταπνίγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annuler, suffoquer, arrêter, supposition, mater, étrangler, abolir, interdire, abroger, supprimons, comprimer, supprimer, paralyser, suppriment, tamiser, neutraliser, liège, bouchon, en liège, le liège, de liège
καταπνίγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nascondere, reprimere, soffocare, sughero, tappo, di sughero, in sughero, del sughero
καταπνίγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suprima, sufocar, abafar, estrangular, supor, cortiça, de cortiça, rolha, da cortiça, cork
καταπνίγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdringen, opkroppen, smoren, verstikken, onderdrukken, neerslaan, bedwingen, verkroppen, verdrukken, kurk, kurken, Cork, van kurk, van Cork
καταπνίγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пресекать, сдержать, конфисковать, запрещать, придушить, задавить, подавлять, сдерживать, подавить, воспретить, скрывать, запретить, умерить, замять, замалчивать, пробка, Корк, пробки, пробковые, пробковый
καταπνίγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avskaffe, kork, cork, korken
καταπνίγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kväva, kork, Cork, korken
καταπνίγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lannistaa, tukahduttaa, vaientaa, salata, nujertaa, laannuttaa, torjua, korkki, korkin, cork, korkkituotteiden, korkkia
καταπνίγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kork, Cork, proppen, prop, korkprop
καταπνίγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utlumit, potlačit, zatajit, zakázat, zrušit, tlumit, zamlčet, potlačovat, ututlat, zastavit, korek, korku, korkové, korková, kořka
καταπνίγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stłumiać, zatajać, utaić, zdusić, tłumić, obezwładniać, dusić, ukrócić, zakazać, stłumić, taić, znieść, ukrywać, wstrzymać, znosić, skasować, korek, korkowy, korka, cork, korkowa
καταπνίγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dugó, parafa, parafából, parafát, parafa-
καταπνίγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bastırmak, mantar, Cork, mantardan, mantarı
καταπνίγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подавити, приховувати, конфіскувати, забороняти, пробка, затор, корок
καταπνίγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tapë, tape, dru tape, mbiujëse, tapos
καταπνίγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корк, коркови, коркова, корков, тапа
καταπνίγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хаваць, корак, пробка, затор
καταπνίγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kork, Cork, korgist, korgi, korgist tooted
καταπνίγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izostaviti, suzbiti, potiskivanje, savladati, pluta, Cork, pluto, pluteni, od pluta
καταπνίγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
korkur, korki, Cork, korkur á
καταπνίγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kamštis, kamštienos, kamštinės, kamščio, kamštiniai
καταπνίγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
korķis, korķa, korķi, cork, aizbāznis
καταπνίγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плута, Корк, тапа, корка
καταπνίγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reprima, plută, pluta, de plută, plutei, dop
καταπνίγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potlačit, plute, pluta, cork, iz plute, plutovinasti
καταπνίγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korok, korku, cork
Τυχαίες λέξεις