Wankel στα ελληνικά

Μετάφραση: wankel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισφαλής, ξεχαρβαλωμένος, ασταθή, ασταθές, ασταθής, τρεμάμενο
Wankel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aards στα ελληνικά - γήινος, επίγειος, γήινα, επίγειο, γήινη
  • afslaan στα ελληνικά - ταπεινώνω, απορρίπτω, μείωση, έκπτωση, χαμηλώνω, σειρά, στροφή, ...
  • lamsvlees στα ελληνικά - αρνί, αρνιού, αμνού, αμνών, αρνάκι
  • opdrogen στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
Τυχαίες λέξεις
Wankel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισφαλής, ξεχαρβαλωμένος, ασταθή, ασταθές, ασταθής, τρεμάμενο