Weduwnaar στα ελληνικά

Μετάφραση: weduwnaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
Weduwnaar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gewillig στα ελληνικά - υπάκουος, εθελοντικός, πειθήνιος, πρόθυμος, πρόθυμοι, διατεθειμένοι, πρόθυμη, ...
  • graanschuur στα ελληνικά - σιταποθήκη, σιτοβολώνας, σιτοβολώνα, σιταποθήκης, granary
  • linze στα ελληνικά - φακή, φακής, φακές, lentil, τις φακές
  • naarstig στα ελληνικά - επιμελής, εργατικός, industriously
Τυχαίες λέξεις
Weduwnaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα