Wezenloosheid στα ελληνικά

Μετάφραση: wezenloosheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιαφορία, απάθεια
Wezenloosheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bakvis στα ελληνικά - μυγοσκοτώστρα, πουλάκι, νεοσσός, φλάπα, φλάπας
  • bruidegom στα ελληνικά - ιπποκόμος, γαμπρός, γαμπρό, γαμπρού, του γαμπρού, ο γαμπρός
  • deurpost στα ελληνικά - παλούκι, ταχυδρομώ, δοκάρι, πάσσαλος, πόστο, μετά την, μετά, ...
  • hiervandaan στα ελληνικά - από, από την, από το, από τις, από τη
Τυχαίες λέξεις
Wezenloosheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιαφορία, απάθεια