Λέξη: διαχυτικός
Σχετικές λέξεις: διαχυτικός
διαχυτικός σημασία, διαχυτικός ετυμολογια, διαχυτικός ορισμός
Συνώνυμα: διαχυτικός
φλύαρος, διαβρωτικός, διαπεραστικός, ομιλητικός, εκδηλωτικός, αποδεικτικός
Μεταφράσεις: διαχυτικός
διαχυτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exuberant, effusive, gushy, effusion, communicative, demonstrative
διαχυτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exuberante, efusivo, efusiva, efusivos, efusivas, efusividad
διαχυτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überschäumend, quirlig, übermäßig, üppig, überschwänglich, effusive, schwenglich, überschwenglich, schwenglichen
διαχυτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
riche, exubérant, fécond, abondant, copieux, fertile, luxuriant, plantureux, expansif, démonstratif, effusive, effusion, effusif
διαχυτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espansivo, effusiva, effusive, effusivo, espansiva
διαχυτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
efusivo, efusiva, efusivos, effusive, usual efusivo
διαχυτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overdreven, effusive, uitbundig, effusieve, uitbundige
διαχυτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плодовитый, цветистый, многословный, бурный, буйный, обильный, изобилующий, богатый, экспансивный, эффузивно, эффузивные, эффузивных, эффузивный
διαχυτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frodig, strømmende, overstrømmende, effusive, effusiv
διαχυτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svallande, översvallande, effusive, skämmas
διαχυτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yltäkylläinen, ylenpalttinen, hillitön, vihanta, ylitsevuotava, effusive, kostea, ylitsevuotavat
διαχυτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overstrømmende, effusive, effusiv, udsivende
διαχυτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
překypující, bujný, hojný, bohatý, exaltovaný, přemrštěný, přehnaný
διαχυτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bujny, obfity, płodny, wylewny, effusive, wylewna, wylewnych, wylewne
διαχυτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gazdag, kicsattanó, dagályos, túláradó, ömlengő, effúziós, ömlengõ
διαχυτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taşkın, effusive, efüzif, coşkun, coşkulu
διαχυτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатий, барвистий, рясний, плідний, плодовитий, експансивний
διαχυτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shfrenuar, shfrenuar, papërmbajtur, i papërmbajtur
διαχυτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прочувствен, ефузивен, излиятелен, възторжен, възторжена
διαχυτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экспансіўны
διαχυτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülikülluslik, ülevoolav, tundeküllane, effusive, Ylenpalttinen, ekspansiivne, tundeid väljendav
διαχυτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obilan, bogat, ponesen, effusive, izljevna, plahovit
διαχυτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
effusive
διαχυτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekspansyvus, Ekspansywny, Neapvaldīts, nesantūrus, Ekspansīvs
διαχυτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neapvaldīts, ekspansīvs
διαχυτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
занесени, занесна
διαχυτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exuberant, efuziune, exsudativă, exuberanta, effusive
διαχυτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ponesen
διαχυτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bujný, energický, exaltovaný
Τυχαίες λέξεις