Απάθεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: απάθεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wezenloosheid, apathie, dofheid, lusteloosheid, onverschilligheid, de apathie
Απάθεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απάθεια

απάθεια συνώνυμο, απάθεια συνώνυμα, συναισθηματική απάθεια, απάθεια αντωνυμο, πολιτική απάθεια, απάθεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απάθεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αξονικός στα ολλανδικά - axiaal, axiale, de axiale, een axiale
  • απάγω στα ολλανδικά - ontvoeren, vliegenmepper, garde, zwaai, zwaait, zwaaien
  • απάνθρωπα στα ολλανδικά - onmenselijk, onmenselijke, van onmenselijke, inhumane, een onmenselijke
  • απάνθρωπος στα ολλανδικά - wreed, onmenselijk, wreedaardig, barbaars, onmenselijke, van onmenselijke, inhumane, ...
Τυχαίες λέξεις
Απάθεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wezenloosheid, apathie, dofheid, lusteloosheid, onverschilligheid, de apathie