Wijdte στα ελληνικά
Μετάφραση: wijdte, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijvoeglijk στα ελληνικά - επιθετικός, επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
- bliksemschicht στα ελληνικά - αστραπές, κεραυνό, κεραυνός, κεραυνού, τον κεραυνό, με τον κεραυνό
- boef στα ελληνικά - απατεώνας, μπερμπάντης, κακοποιός, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα
- jasje στα ελληνικά - σακάκι, μπουφάν, μανδύα, χιτώνιο, περίβλημα
Τυχαίες λέξεις
Wijdte στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Μεταφράσεις: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους