Wollen στα ελληνικά

Μετάφραση: wollen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλλί, μάλλινος, μάλλινα, μάλλινο, μάλλινες, μάλλινη
Wollen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beduchtheid στα ελληνικά - τρόμος, φοβάμαι, φόβος, σύλληψη, αντίληψη, ανησυχία, σύλληψης
  • handkar στα ελληνικά - χειράμαξα, άρμα, αραμπάς, κουβαλώ, καρότσι
  • mysterie στα ελληνικά - μυστικό, μυστήριο, αίνιγμα, απόρρητος, μυστικός, γρίφος, μυστηρίου, ...
  • straffen στα ελληνικά - τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Τυχαίες λέξεις
Wollen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλλί, μάλλινος, μάλλινα, μάλλινο, μάλλινες, μάλλινη