Μαλλί στα ολλανδικά

Μετάφραση: μαλλί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wollen, wol, van wol, wool
Μαλλί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαλλί

μαλλί μερινός, μαλλί προβάτου, μαλλί πλεξίματος online, μαλλί ανκορά, μαλλί για πλέξιμο τιμές, μαλλί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαλλί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαλακώνω στα ολλανδικά - verzachten, te verzachten, zacht, zachter, verzacht
  • μαλθακός στα ολλανδικά - breekbaar, tactvol, iel, teder, kieskeurig, lui, zwak, ...
  • μαλλιά στα ολλανδικά - haren, haar, haardos, hair, het haar
  • μαλλιαρός στα ολλανδικά - ruigharig, harig, ruig, wollig, wollige, wolharige, wollen, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαλλί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wollen, wol, van wol, wool