Wrak στα ελληνικά
Μετάφραση: wrak, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίσχυρος, αδύναμος, ασθενικός, ναυάγιο, ναυαγίου, συντρίμμια, ναυαγιο, ναυάγια
Μεταφράσεις
- doven στα ελληνικά - σβήνω, κατάσβεση, σβήσει, σβήσουν, την κατάσβεση, κατάσβεση της
- droefgeestig στα ελληνικά - απαισιόδοξος, σκούρος, ζοφερός, σκληρός, σκοτεινός, μουχρός, αυστηρός, ...
- kermen στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρητό, τρίξιμο, μουγκρίζω, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, ...
- omroepen στα ελληνικά - εκπέμπω, μεταδίδω, εκπομπής, εκπομπή, μετάδοση, μετάδοσης, μεταδίδεται
Τυχαίες λέξεις
Wrak στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, αδύναμος, ασθενικός, ναυάγιο, ναυαγίου, συντρίμμια, ναυαγιο, ναυάγια
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, αδύναμος, ασθενικός, ναυάγιο, ναυαγίου, συντρίμμια, ναυαγιο, ναυάγια