Wraking στα ελληνικά

Μετάφραση: wraking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψέγω, κατακρίνω, μέμψη, καταδίκη, αποδοκιμασία, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Wraking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • daadwerkelijk στα ελληνικά - πραγματικός, αληθινός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής
  • meedogenloos στα ελληνικά - άσπλαχνος, ανελέητος, αδίστακτος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
  • mos στα ελληνικά - βρύο, βρύα, σφάγνου, βρύων, βρύου
  • opnieuw στα ελληνικά - ξανά, πάλι, και πάλι, φορά, εκ νέου
Τυχαίες λέξεις
Wraking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψέγω, κατακρίνω, μέμψη, καταδίκη, αποδοκιμασία, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για