Αποδοκιμασία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwerping, wraking, afkeuring, Disapproval, was Disapproval, waren Disapproval, de afkeuring
Αποδοκιμασία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοκιμασία

αποδοκιμασία αντώνυμο, αποδοκιμασία νταλάρα, αποδοκιμασία συνώνυμα, αποδοκιμασία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποδοκιμασία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποδημώ στα ολλανδικά - uittrekken, rondtrekken, rondreizen, trekken, emigreren, uitwijken, te emigreren, ...
  • αποδοκιμάζω στα ολλανδικά - boe, afkeuren, keuren, afkeurt, keur, af te keuren
  • αποδοτικός στα ολλανδικά - werkend, doelmatig, doeltreffend, efficiënte, efficiënt, efficiënter, doeltreffende
  • αποδοτικότητα στα ολλανδικά - rendement, doeltreffendheid, efficiëntie, efficiency
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμασία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwerping, wraking, afkeuring, Disapproval, was Disapproval, waren Disapproval, de afkeuring