Λέξη: πρακτική

Σχετικές λέξεις: πρακτική

πρακτική άσκηση σπουδαστών ιεκ, πρακτική άσκηση, πρακτική άσκηση τει, πρακτική αριθμητική, πρακτική φιλοσοφία, πρακτική άσκηση φοιτητών τει, πρακτική άσκηση στο εξωτερικό, πρακτική μελισσοκομία, πρακτική σκοποβολή, πρακτική άσκηση οαεδ

Συνώνυμα: πρακτική

πράξη, άσκηση, εξάσκηση, χρήση, μάθηση, εμπειρία, πείρα

Μεταφράσεις: πρακτική

πρακτική στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
practice, practical, practices, practice of, the practice

πρακτική στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
práctica, entrenamiento, ejercicio, practicar, la práctica, prácticas, práctica de

πρακτική στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übung, gepflogenheit, routine, gewohnheit, praxis, gebrauch, Praxis, der Praxis, die Praxis, Übung

πρακτική στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprentissage, pratiquent, exercice, coutume, pratiquez, application, habitude, entraînement, clientèle, expérience, étude, usage, pratique, la pratique, pratiques

πρακτική στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
applicazione, esercitare, esercitazione, pratica, praticare, prassi, pratiche, la pratica, esercizio

πρακτική στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
praticar, prático, prática, exercício, práticas, a prática, prática de

πρακτική στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanwenden, doorvoeren, praktijk, beoefening, de praktijk, praktijken, practice

πρακτική στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
практика, упражнение, осуществление, привычка, тренировка, обыкновение, совершение, применение, свершение, практики, практикой, практике, практику

πρακτική στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øvelse, praksis, praksisen, trening

πρακτική στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övning, vana, praktik, praxis, praktiken, metoder

πρακτική στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
treenata, käytäntö, harjoitella, harjoittelu, käytännössä, käytännön, käytäntöjen, käytäntöjä

πρακτική στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
praksis

πρακτική στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkušenost, cvičení, výcvik, upotřebení, praktický, vykonávání, zvyk, praxe, klientela, nácvik, cvik, obyčej, praxi, praxí, postup

πρακτική στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ćwiczenie, wyrobienie, praktykowanie, przećwiczyć, ordynować, praktykować, wprawa, praktyk, ćwiczyć, poćwiczyć, zwyczaj, praktyka, praktyki, praktyką, praktyce

πρακτική στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyakorlás, praxis, trenírozás, pacientúra, gyakorlat, gyakorlatban, gyakorlatot, gyakorlata, gyakorlatnak

πρακτική στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uygulama, pratik, uygulamadır, bir uygulama, bir uygulamadır

πρακτική στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
майже, практично, фактично, практика

πρακτική στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
praktikë, praktika, praktikë e, praktika e, praktikën

πρακτική στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
практика, практики, практиката, на практика

πρακτική στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
практыка

πρακτική στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegutsema, harjutamine, harjutama, tava, praktika, tavade, praktikas, tavasid

πρακτική στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
praksa, vježbanje, praksom, postupak, prakse, praksi, praksu

πρακτική στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reynsla, æfa, starf, æfa sig, starfshætti, framkvæmd

πρακτική στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
praktika, įprotis, praktikos, praktiką, patirtis

πρακτική στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prakse, paradums, praksi, prakses, praksē

πρακτική στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пракса, практика, практиката, практики, праксата

πρακτική στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obicei, practica, practică, practici, practicii, practicile

πρακτική στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
praže, praksa, prakse, prakso, praksi

πρακτική στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cvičení, praxe, prax, postupov, praxi, praxou

Στατιστικά δημοτικότητας: πρακτική

Τυχαίες λέξεις