Árkádsor στα ελληνικά

Μετάφραση: árkádsor, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αψίδωση, στοά, αψίδα εισόδου, αψίδα, καμάρα, αψίδας, αψιδωτή
Árkádsor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beteljesítés στα ελληνικά - ολοκλήρωση, στην Ολοκλήρωση, την Ολοκλήρωση, κορύφωση, Ολοκλήρωσης
  • elszórtan στα ελληνικά - Διάσπαρτα, Διασκορπισμένα, Σκόρπια, Ειδικά σύμβολα σε, Ειδικά σύμβολα
  • lekapcsolás στα ελληνικά - αποκόλληση, αποσύνδεση, απενεργοποίηση, Αποσύνδεσης, Η αποσύνδεση, την αποσύνδεση
  • megszállottság στα ελληνικά - ιδεοληψία, έμμονη ιδέα, εμμονή, την εμμονή, η εμμονή
Τυχαίες λέξεις
Árkádsor στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αψίδωση, στοά, αψίδα εισόδου, αψίδα, καμάρα, αψίδας, αψιδωτή