Λέξη: σκαστός

Μεταφράσεις: σκαστός

σκαστός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resounding, shut up, RUN AWAY, burst, Shut, pop

σκαστός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sonoro, cállate, callar, callara, callarse, se callara

σκαστός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
widerhallend, halte den mund, halt den rand, halt die klappe, Mund halten, den Mund halten, Mund zu halten, halt die Klappe

σκαστός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retentissant, haut, éclatant, bruyant, sonore, résonnant, tais-toi, taire, enfermer, enfermé, se taire

σκαστός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sta 'zitto, zitto, tacere, stare zitto, chiudere

σκαστός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cale-se, calar a boca, feche acima, cale a boca, cala a boca

σκαστός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hou je mond, opgesloten, zwijgen, zwijg, opsluiten

σκαστός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
резонирующий, раскатистый, звучный, гулкий, заткнись, заткнуться, замолчать, заткнулся, замолчал

σκαστός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjeft, holde kjeft, hold kjeft, innestengt, lukker

σκαστός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ljudlig, käften, tyst, hålla käften, instängd, hålla tyst

σκαστός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirmuinen, ole hiljaa, hiljaa, sulkenut, suljettuna, suunsa kiinni

σκαστός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kæft, lukke, lukke op, holde kæft, kćft

σκαστός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlasitý, halasný, zvučný, dunivý, mlč, umlčet, drž hubu, sklapni, držet hubu

σκαστός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
donośny, głośny, zamknij się, zamknąć się, zamknąć, zamknął, zamknięty

σκαστός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszhangzóan, kuss, fogd be, fogd be a szád, pofa be, bezárva

σκαστός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapa çeneni, sus, kes sesini, shut up, çeneni kapa

σκαστός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
писок, Заткнися, Заткнись, замовкни, Заткни пельку

σκαστός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hesht, mbyllur, i mbyllur, e mbylli, izolojë

σκαστός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
млъкни, затвори, затворен, млъкне, млъкнеш

σκαστός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
затыкніся, заткніся, змоўч, замаўчы

σκαστός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõlav, kaikuv, suu kinni, vait, ole vait, jää vait, vait jääda

σκαστός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umukni, zašutjeti, li zatvori, drži u tajnosti, zapretan

σκαστός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leggja, lokað, loka, lokaði, að leggja

σκαστός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užsičiaupk, nutildyti, nutilk, priversti nutilti, aklinai uždaryti

σκαστός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apklusti, shut up, ieslēdzu, aizslēdzat, aizvērties

σκαστός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
затвори, замолчи, замолчат, замолчите, замолчам

σκαστός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
taci, închis, taci din gură, tacă, închidă

σκαστός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
utihnil, utihni, shut up, utihnila, utihne

σκαστός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlasitý, zvučný, mlč, MLC, buď ticho
Τυχαίες λέξεις