Átfogó στα ελληνικά

Μετάφραση: átfogó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποδιά, συνολικός, γενικός, ολοκληρωμένη, περιεκτική, συνολική, ολοκληρωμένο, συνολικής
Átfogó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csukott στα ελληνικά - κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
  • hitoktatás στα ελληνικά - θρησκευτική εκπαίδευση, θρησκευτικής εκπαίδευσης, θρησκευτική αγωγή, τη θρησκευτική εκπαίδευση, η θρησκευτική εκπαίδευση
  • kiságy στα ελληνικά - κούνια, παχνί, φάτνη, κρεβατάκι, το παχνί
  • korábbi στα ελληνικά - προηγούμενος, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Τυχαίες λέξεις
Átfogó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποδιά, συνολικός, γενικός, ολοκληρωμένη, περιεκτική, συνολική, ολοκληρωμένο, συνολικής