Λέξη: οικειότητα

Σχετικές λέξεις: οικειότητα

οικειότητα in english, σωματική οικειότητα, οικειότητα αντωνυμα, οικειότητα λεξικό, οικειότητα συνώνυμο

Συνώνυμα: οικειότητα

έξη, οικειότης, στενή σχέση, εξοικείωση

Μεταφράσεις: οικειότητα

οικειότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
familiarity, intimacy, familiar, intimate, intimacy of

οικειότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
familiaridad, intimidad, la intimidad, de intimidad

οικειότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kenntnis, vertrautheit, aufdringlichkeit, bekanntschaft, Intimität, Vertrautheit, Privatsphäre, Innigkeit, Vertraulichkeit

οικειότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaissance, familiarité, intimité, l'intimité, d'intimité, intime

οικειότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intimità, l'intimità, dell'intimità, nell'intimità, di intimità

οικειότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conhecimento, intimidade, a intimidade, intimacy, de intimidade, da intimidade

οικειότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekende, bekendheid, kennis, relatie, kunde, vertrouwelijkheid, intimiteit, de intimiteit, intimacy, intieme

οικειότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
близкие, бесцеремонность, фамильярность, вольность, осведомленность, фамильярно, близость, Интим, интимность, Интимные отношения, интимности

οικειότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intimitet, intimiteten, nærhet, fortrolighet, intime

οικειότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intimitet, närhet, intimiteten, förtrolighet, intima

οικειότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuttavallisuus, tuttuus, tuttavuus, tuttu, perehtyneisyys, läheinen suhde, läheisyyttä, läheisyyden, läheisyys, intimiteetti

οικειότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
intimitet, nærhed, nærvær, fortrolighed

οικειότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
familiárnost, důvěrnost, intimita, intimitu, intimity, intimnost

οικειότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śmiałość, poufałość, obznajomienie, intymność, zażyłość, bliskość, intymności, bliskości

οικειότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghittség, intimitás, intimitást, intimitását, bensőséges

οικειότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilgi, samimiyet, yakınlık, samimiyeti, yakınlığın, yakınlaşma

οικειότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фамільярність, обізнаність, близькі, близькість

οικειότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
miqësi e ngushtë, intimitet, intimiteti, intimitetit, intimitetin

οικειότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интимност, близост, интимността, близостта

οικειότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блізкасць, блізкасьць

οικειότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
familiaarsus, lähedus, tuttavlikkus, intiimsus, intiimsust, intiimsuse, lähedust

οικειότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upoznatost, intimnost, intimnosti, prisnost, prisnosti, intimu

οικειότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nánd, Kærleikar, nálægð

οικειότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
intymumas, intymumo, artumas, draugystė

οικειότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
intimitāte, tuvība, intimitāti, intimitātes

οικειότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
интимност, интимноста, интима, блискост

οικειότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intimitate, intimitatea, intimității, de intimitate, intimitatii

οικειότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neformálnost, intimnost, intimnosti, intime, intima

οικειότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neformálnosť, intimita, intimitu
Τυχαίες λέξεις