Átfutás στα ελληνικά

Μετάφραση: átfutás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορώ, πέρασμα, περνώ, στενά, throughput, διακίνηση, απόδοση, απόδοσης, διακίνησης
Átfutás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • börtönparancsnok στα ελληνικά - αρχιφύλακας, φύλακας, φύλακα, επίτροπος, δεσμοφύλακας
  • elvétés στα ελληνικά - χάνω, αστοχώ, δεσποινίς, απόρριψη, απόρριψης, την απόρριψη, απορρίψεως, ...
  • laboratórium στα ελληνικά - εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή
  • mértan στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
Τυχαίες λέξεις
Átfutás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, πέρασμα, περνώ, στενά, throughput, διακίνηση, απόδοση, απόδοσης, διακίνησης