Ék στα ελληνικά
Μετάφραση: ék, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντεραπάρω, γλιστρώ, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antik στα ελληνικά - αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- emberroncs στα ελληνικά - ετοιμόρροπος, εγκαταλειμμένος, άνθρωποι, οι άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων
- gyújtás στα ελληνικά - φωτισμός, ανάφλεξη, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, της ανάφλεξης
- kiadós στα ελληνικά - μεστός, πλήρης, ολικός, γεμάτος, άφθονος, άφθονη, άφθονα, ...
Τυχαίες λέξεις
Ék στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντεραπάρω, γλιστρώ, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
Μεταφράσεις: ντεραπάρω, γλιστρώ, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός