Λέξη: ενισχυτής
Σχετικές λέξεις: ενισχυτής
ενισχυτής ήχου, ενισχυτής σήματος, ενισχυτής σήματος cosmote, ενισχυτής wi fi, ενισχυτής κιθάρας, ενισχυτής σήματος wifi, ενισχυτής κεραίας, ενισχυτής ακουστικών, ενισχυτής κοινού εκπομπού, ενισχυτής μικροφώνου
Συνώνυμα: ενισχυτής
ευρύνων, ενδυναμωτής
Μεταφράσεις: ενισχυτής
ενισχυτής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amplifier, enhancer, amp, booster, amplifier is
ενισχυτής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amplificador, amplificador de, del amplificador, el amplificador, amplificadores
ενισχυτής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verstärker, Verstärker, Verstärkers
ενισχυτής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ampli, amplificateur, renforçateur, l'amplificateur, amplificateur de
ενισχυτής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amplificatore, dell'amplificatore, amplificatore di, all'amplificatore, amplificatori
ενισχυτής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amplificador, amplificador de, do amplificador, amplifier, amplificadores
ενισχυτής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versterker, de versterker, eindversterker
ενισχυτής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усилитель, усилителя, усилителем, усилитель звука
ενισχυτής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsterker, forsterkeren
ενισχυτής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förstärkare, förstärkaren
ενισχυτής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vahvistin, vahvistimen, vahvistimeen, vahvistinta
ενισχυτής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstærker, forstærkeren, forstærkerens
ενισχυτής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zesilovač, zesilovač pro, zesilovače, Amplifier, zesilovac
ενισχυτής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzmacniacz, amplifikator, wzmacniak, wzmacniacza, wzmacniaczem, wzmacniacze, amplifier
ενισχυτής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erősítő, erősítőt, erősítővel, erősítőhöz
ενισχυτής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amplifikatör, amplifikatörü, yükseltici, yükselteç, kuvvetlendirici
ενισχυτής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсилювач, Усилитель, Посилене
ενισχυτής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përforcues, amplifikator, përforcues të, përforcues i
ενισχυτής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усилвател, усилвателя, усилвател на
ενισχυτής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзмацняльнік, узмацняльнік, Гідраўзмацняльнік
ενισχυτής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimendi, Helivõimendi, võimendiga, Amplifier, kõlarid
ενισχυτής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojačalo, pojačala za, pojačala, pojačalom, pojačalo za
ενισχυτής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nagnari, magnari, magnara
ενισχυτής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiprintuvas, stiprintuvo, vairo, amplifier, stiprintuvai
ενισχυτής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pastiprinātājs, pastiprinātāju, pastiprinātāja, pastiprinātāji, amplifier
ενισχυτής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
засилувач, засилувачот, засилувач за, засилувач на, засилувачи
ενισχυτής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amplificator, amplificator de, amplificatorul, amplificatorului, amplificare
ενισχυτής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ojačevalnik, ojačevalec, ojačevalnikom, ojačevalnika, amplifier
ενισχυτής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zosilňovač, zosilovač, Zosilňovače, zesilovač
Στατιστικά δημοτικότητας: ενισχυτής
Τυχαίες λέξεις