Εξουσία στα αγγλικά

Μετάφραση: εξουσία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
power, authority, powers, power to, empowered
Εξουσία στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εξουσία

sway
  • ταλάντευση
  • εξουσία
  • επιρροή
  • κουνώ
  • κράτος
power
  • εξουσία
  • δύναμη
  • ισχύς
  • ενέργεια
control
  • έλεγχος
  • διακόπτης
  • εξουσία
  • ρύθμιση
dominion
  • κυριαρχία
  • εξουσία
  • επικράτεια
authority
  • εξουσία
  • αυθεντία
  • κύρος

Σχετικές λέξεις: εξουσία

εξουσία αποφθέγματα, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και ευημερία, εξουσία λεξικό γλώσσας αγγλικά, εξουσία στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εξοργισμένος στα αγγλικά - livid, furious, outraged, enraged, angry, exasperated
  • εξορκίζω στα αγγλικά - conjure, exorcise, entreat, exorcize, adjure, beseech
  • εξουσιάζω στα αγγλικά - control, overrule, reign, reign over
  • εξουσιοδοτούμαι στα αγγλικά - invest, am authorized, I am authorized
Τυχαίες λέξεις
Εξουσία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: power, authority, powers, power to, empowered