Ékszerládikó στα ελληνικά
Μετάφραση: ékszerládikó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φέρετρο, κιβούρι, κασετίνα, λάρνακα, κάσα, φέρετρο του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kényelmetlen στα ελληνικά - τραχύς, πρόχειρος, σκληρός, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, ...
- különbségtétel στα ελληνικά - διακρίσεις, διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
- mocskolódás στα ελληνικά - καταχρώμαι, βρίζω, κατάχρηση, λοιδορία
- mozgató στα ελληνικά - κίνητρο, κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται
Τυχαίες λέξεις
Ékszerládikó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φέρετρο, κιβούρι, κασετίνα, λάρνακα, κάσα, φέρετρο του
Μεταφράσεις: φέρετρο, κιβούρι, κασετίνα, λάρνακα, κάσα, φέρετρο του