Íz στα ελληνικά

Μετάφραση: íz, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρυκεύω, γεύση, γεύσης, γούστο, τη γεύση, προτίμηση
Íz στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • feljogosított στα ελληνικά - αναθέτω, διορίζω, αποδίδω, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, ...
  • kollektivizmus στα ελληνικά - κολλεκτιβισμός, κολεκτιβισμός, κολεκτιβισμού, κολεκτιβισμό, ο κολεκτιβισμός
  • odakapás στα ελληνικά - αρπάζω, αρπαγή, άρπαγμα, αρπάξει, αρασέ
  • okviszony στα ελληνικά - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
Τυχαίες λέξεις
Íz στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρυκεύω, γεύση, γεύσης, γούστο, τη γεύση, προτίμηση