Καρυκεύω στα ουγγρικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
íz, légkör, fűszer, spice, fűszeres, fûszerrel, fûszer
Καρυκεύω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καρυκεύω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα ουγγρικά - leselkedés, rejtek, csapda, csapdába, csapdát, trap, csapdával
  • καρτερία στα ουγγρικά - kitartás, tartóssági, kitartást, állóképesség, állóképességet
  • καρφί στα ουγγρικά - díszgomb, szegecs, szeg, oszlopfa, álló-tag, mén, ménes, ...
  • καρφίτσα στα ουγγρικά - pecek, bross, melltűt, kitűző, melltű, brossal
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: íz, légkör, fűszer, spice, fűszeres, fûszerrel, fûszer