Λέξη: περιβόητος
Σχετικές λέξεις: περιβόητος
περιβόητος ορισμός, περιβόητοσ διαβόητοσ, περιβόητος συνώνυμα, περιβόητος συνωνυμο, περιβόητος ετυμολογία, περιβόητος σημασία
Συνώνυμα: περιβόητος
περίφημος, φημισμένος, ονομαστός, διαβόητος
Μεταφράσεις: περιβόητος
περιβόητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
notorious, famous, infamous, notoriously, the notorious
περιβόητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
notorio, notoria, famoso, conocido, famosa
περιβόητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berüchtigt, schändlich, notorisch, berüchtigten, berüchtigte, notorischen
περιβόητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
notoire, connu, infâme, renommé, célèbre, tristement célèbre, fameux, notoires
περιβόητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
noto, famigerato, famoso, famigerata, noti
περιβόητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
notório, notória, famoso, notórios, notorious
περιβόητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire
περιβόητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пресловутый, известный, позорный, постыдный, отъявленный, общеизвестный, заведомый, пресловутая, печально, печально известный
περιβόητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beryktet, beryktede, notoriske, notorisk
περιβόητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ökända, beryktade, ökänd, beryktad, beryktat
περιβόητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katala, pahamaineinen, kunniaton, pahamaineisen, tunnettu, kuuluisa, notorious
περιβόητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
berygtet, berygtede, notorisk, notoriske, famøse
περιβόητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
notorický, známý, proslulý, notoricky známý, notoricky známé, notoricky známá
περιβόητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niesławny, notoryczny, wiadomy, wierutny, sławetny, głośny, osłabiony, osławiony, znany
περιβόητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közismert, hírhedt, a hírhedt, leghírhedtebb
περιβόητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rezil, ayıp, adı çıkmış, azılı, meşhur, kötü şöhretli, kötü üne sahip
περιβόητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відомий, горезвісний, страшенний, загальновідомий, сумнозвісний, горезвісна, горезвісне, горезвісну
περιβόητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
famëkeq, njohur, të njohur, e njohur, i njohur
περιβόητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прословут, прословутия, прословутата, прословутото, печално известен
περιβόητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праславуты, славуты, праславутае
περιβόητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üldtuntud, kurikuulus, kurikuulsa, tuntud, kurikuulsat, kurikuulsad
περιβόητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čuven, ozloglašen, poznat, nepopravljiv, zloglasne, zloglasni, notorna
περιβόητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alræmdur, alræmd, alræmt, Notorious, alræmdasta
περιβόητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagarsėjęs, žinomi, liūdnai pagarsėjęs, žinomas, pagarsėjusi
περιβόητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bēdīgi slavens, pazīstami, pazīstami ar, bēdīgi slavenais, bēdīgi slavenā
περιβόητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
озлогласениот, озлогласената, злогласниот, озлогласен, озлогласени
περιβόητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
notoriu, notorii, cunoscut, notorie, notorietate
περιβόητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zloglasne, razvpit, razvpiti, razvpite, zloglasnih
περιβόητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
notorický, známy, známe