Öblítés στα ελληνικά

Μετάφραση: öblítés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοκκινίζω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε
Öblítés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • díjnyertes στα ελληνικά - βραβευμένο, Το βραβευμένο, Ο βραβευμένος, βραβευμένη, βραβευμένος
  • módon στα ελληνικά - σε, τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για
  • nacionalizmus στα ελληνικά - εθνικισμός, εθνικισμού, εθνικισμό, τον εθνικισμό, ο εθνικισμός
Τυχαίες λέξεις
Öblítés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοκκινίζω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε