Κοκκινίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kipirulás, flöss, öblítés, elvörösödés, pír, blush, elpirul, pirosító, pirulás
Κοκκινίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω

κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κοκκινίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κοιτάζω στα ουγγρικά - néz, nézd, megnézi, néz ki, nézni
  • κοκαλιάρης στα ουγγρικά - sovány, vékony, vézna, csontos, skinny
  • κοκκώδης στα ουγγρικά - sokmagú, szemcsés, granulált, granulátum, a szemcsés, szemcse
  • κολάζω στα ουγγρικά - megfenyít, megfenyítem, fegyelmez
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kipirulás, flöss, öblítés, elvörösödés, pír, blush, elpirul, pirosító, pirulás