Önkéntelen στα ελληνικά

Μετάφραση: önkéntelen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
Önkéntelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biciklizés στα ελληνικά - ποδηλασία, ποδήλατο, ποδηλασίας, η ποδηλασία, bicycling
  • göröngyös στα ελληνικά - ανώμαλος, ανώμαλο, ανώμαλη, ανώμαλους, ανώμαλα
  • megszárnyazott στα ελληνικά - φτερωτός, ξηρά σκιά
  • megtérés στα ελληνικά - μετατροπή, μετάνοια, Η μετάνοια, Μετάνοιας, τη μετάνοια, Μετανοίας
Τυχαίες λέξεις
Önkéntelen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων