Λέξη: παραμένω

Σχετικές λέξεις: παραμένω

παραμένω μετάφραση, παραμένω συνώνυμα, παραμένω στη διάθεσή σας, παραμένω συνώνυμο, παραμένω λεξικό, παραμένω αγγλικά

Συνώνυμα: παραμένω

αργοπορώ

Μεταφράσεις: παραμένω

παραμένω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
remain, tarry, I remain, Remember, shall remain

παραμένω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sobrar, restar, permanecer, quedarse, quedar, alquitranado, alquitranadas, tarry, alquitranada, quedaos

παραμένω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rest, bleiben, verweilen, zögern, teerartige, teerigen, teerige

παραμένω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
durer, reste, rester, restez, restent, restons, demeurer, goudronneux, goudronneuse, goudronneuses, goudron, tarde

παραμένω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimanere, restare, tardare, indugiare, catramosi, catramoso, catrame

παραμένω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ficar, remirar, remanesça, sobrar, permanecer, restar, alcatroado, tardar, alcatrão, tarry

παραμένω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blijven, achterblijven, resteren, resten, toeven, nablijven, overblijven, teerachtig, teerachtige, teerhoudende, door teerachtige, vertoef

παραμένω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сохраниться, сохраняться, остаться, продержаться, высиживать, уцелеть, заваляться, полежать, пробыть, выстоять, оставаться, выстаивать, усидеть, медлить, ждать, оставайтесь, смолистых, медли

παραμένω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbli, bli, dryge, tjæreaktig, tjære, Tarry, bli på jorden

παραμένω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tjärartad, tjärliknande, tjärartade, tarry, dröjer

παραμένω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pysyä, viipyä, jäädä, tervainen, tervamaisten, tervamaiset, tervamaisia, tervamaisista

παραμένω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forblive, blive, bie, tjæreagtige, tjæreholdige, tjæreholdig, tjæreagtig

παραμένω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pozůstatek, zbývat, zůstat, zůstávat, zbýt, zbytek, setrvat, zdržovat se, dehtový, nadehtovaný, meškat, dehtovitou

παραμένω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeleżeć, zostawać, dochować, pozostawać, smolisty, smoliste, smolistą, tarry, zostańcie

παραμένω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kátrányos, maradjatok, szurokszerű, kátrányszerű, maradj

παραμένω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
durmak, kalmak, katranlı, katran gibi, katran, katranımsı, tarry

παραμένω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
яку-небудь, яку, довіряти, поки-що, які-небудь, що, зволікати, баритися, зволікатиме, зволікати не

παραμένω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbes, ngel, vonohem, qëndroni, ndalu, qëndro, vono

παραμένω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смолист, накатранен, закъснявам, чакайте се

παραμένω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марудзіць, цягнуць

παραμένω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jääma, jokutama, tõrvane, tõrvasarnane, tõrvataoline, tõrvakas

παραμένω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ostaci, ostanu, ostaju, ruševine, ostati, ostatak, odugovlačiti, Ne mičite se, Ne mičite, mičite se, katranasta

παραμένω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dveljast, dveljist, hann dveljist, að hann dveljist, tjörukennda

παραμένω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būti, likti, deguto, dervinis, degutuotas, lūkuriuoti, degutiškas

παραμένω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
palikt, uzturēties, darvots, kavēties, kā darva, darva, gaidīt

παραμένω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задоцнија, забавиш, ја следеа истата динамика, следеа истата динамика

παραμένω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zăbovi, întârzia, gudronat, temporiza, bituminos

παραμένω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katranastega, ostani, katranast

παραμένω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvýšiť, zdržiavať, zdržovať, odkladať, brániť, nachádzať
Τυχαίες λέξεις