Összeszerelés στα ελληνικά
Μετάφραση: összeszerelés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύναξη, συναρμολόγηση, βάση, τοποθέτησης, τοποθέτηση, στερέωσης, στήριξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abszurd στα ελληνικά - απίθανος, παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
- akció στα ελληνικά - δράση, επενέργεια, αγωγή, διάβημα, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ...
- eufónia στα ελληνικά - ευφωνία, ευφωνίας
- megbecsülés στα ελληνικά - εκτίμηση, ανατίμηση, εκτίμησή, την εκτίμησή, εκτίμησης
Τυχαίες λέξεις
Összeszerelés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύναξη, συναρμολόγηση, βάση, τοποθέτησης, τοποθέτηση, στερέωσης, στήριξης
Μεταφράσεις: σύναξη, συναρμολόγηση, βάση, τοποθέτησης, τοποθέτηση, στερέωσης, στήριξης