Λέξη: βλαβερός
Σχετικές λέξεις: βλαβερός
βλαβερός συνώνυμα, βλαβερός συνώνυμο
Συνώνυμα: βλαβερός
κακόβουλος, δυσμενής, επιζήμιος, επιβλαβής, δυσώδης, δυσάρεστος, ολέθριος, δηλητηριώδης, κακός
Μεταφράσεις: βλαβερός
βλαβερός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
harmful, hurtful, maleficent, deleterious, noxious
βλαβερός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dañino, contrario, perjudicial, nocivo, adverso, hiriente, doloroso, hirientes
βλαβερός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungünstig, verderblich, nachteilig, widrig, abträglich, schädlich, schändlich, verletzend, verletzende, verletzenden, schädliche
βλαβερός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préjudiciable, malfaisant, nuisible, défavorable, blessant, blessants, blessante, nuisibles
βλαβερός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avverso, offensivo, nocivo, doloroso, dannoso, hurtful
βλαβερός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dano, nocivo, prejudicar, prejudicial, vulnerar, daninho, danoso, ofensivo, pernicioso
βλαβερός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schadelijk, nadelig, kwetsende, kwetsend, pijnlijk
βλαβερός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пагубный, губительный, зловредный, тлетворный, вредоносный, вредный, разлагающий, вредно, вредные, обидно, вредным
βλαβερός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skadelig, sårende, skade noen, hurtful
βλαβερός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skadlig, sårande, hurtful, smärt, smärtsamma, sårar
βλαβερός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vahingollinen, kolhiva, epäsuotuisa, loukkaava, loukkaavaa, vahingollisiin, loukkaavia, satuttavaa
βλαβερός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skadelig, sårende, smertefuld, såre, lidt ondt
βλαβερός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
škodlivý, bolestivý, škodlivé, zraňující, bolestivé
βλαβερός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ujemny, szkodliwy, bolesny, łobuzerski, szkodliwe, bolesne, raniące
βλαβερός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bántó, fájdalmas, sértő, fájdalmasak
βλαβερός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ters, zararlı, yaralayıcı, incitici, kırıcı, acı verici
βλαβερός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шкідливий, вредний, шкідливе, шкідлива, найшкідливіший
βλαβερός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëndojnë, lënduese, rrezikshëm, i rrezikshëm, të lëndojnë
βλαβερός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
болезнени, болезнен, болезнено, нараняващ, пакостен
βλαβερός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шкодны, вредный, шкодная, шкодныя, шкодную
βλαβερός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahjulik, haavav, kahjulikesse, valus, solvavaid, kedagi kahjustada
βλαβερός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
škodljiv, štetnih, štetan, štetno, ubitačan, opasan, štetne
βλαβερός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
særandi
βλαβερός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžeidžiantis, skaudus, užgaulus, skaudžias pasekmes, skausmingas
βλαβερός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaitīgs
βλαβερός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пакостен, штетни, болно, штетен
βλαβερός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dăunător, jignitor, dureros, vătămătoare, dureroasă
βλαβερός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Škodljiv, žaljiv, Smrten, ranljivo, žaljivo
βλαβερός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
škodlivý, bolestivý, bolestivé