Alávaló στα ελληνικά
Μετάφραση: alávaló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερωμένος, βρώμικος, απόβλητος, άθλιος, χαμερωπής, περιφρονήτεος, καταπτοήμενος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alátámasztás στα ελληνικά - υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
- alátét στα ελληνικά - μαξιλάρι, ροδέλα, πλυντήριο, πλύσης, πιάτων, εκτοξευτήρα ύδατος
- alávalóság στα ελληνικά - αχρειότητα, φαυλότητα, προστυχιά, παλιανθρωπιά, η παλιανθρωπιά
- alávetettség στα ελληνικά - υποταγή, υποβολή, υποταγής, την υποταγή, η υπαγωγή
Τυχαίες λέξεις
Alávaló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος, απόβλητος, άθλιος, χαμερωπής, περιφρονήτεος, καταπτοήμενος
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος, απόβλητος, άθλιος, χαμερωπής, περιφρονήτεος, καταπτοήμενος