Alépítmény στα ελληνικά

Μετάφραση: alépítmény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρεβάτι, substruction
Alépítmény στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aláírás στα ελληνικά - χέρι, παραδίνω, δίνω, δείκτης, υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή, ...
  • aléltság στα ελληνικά - λιποθυμώ, αμυδρός, λιποθυμία, λιποθυμίας, ατονία, λιποθυμίες, λιποθυμικά
  • amalgám στα ελληνικά - μίγμα, αμάλγαμα, αμαλγάματος, αμαλγάματα, αμαλγαμάτων, κράμα
  • ambiciózus στα ελληνικά - φιλόδοξος, φιλόδοξο, φιλόδοξη, φιλόδοξους, φιλόδοξων
Τυχαίες λέξεις
Alépítmény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρεβάτι, substruction