Λέξη: ελιγμός
Σχετικές λέξεις: ελιγμός
ελιγμός συνώνυμα, ελιγμόσ ταυ
Συνώνυμα: ελιγμός
στρατήγημα, τέχνασμα, στρατιωτική κίνηση, καμπυλότης, καμπυλότητα, σκολιότης, σκολιότητα
Μεταφράσεις: ελιγμός
ελιγμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
manoeuvre, maneuver, meander, maneuver is, maneuvering, maneuvers
ελιγμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maniobra, maniobra de, la maniobra, maniobras, de maniobra
ελιγμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
manöver, Manöver, manövrieren, Handlungsspiel, Manövers
ελιγμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
manoeuvrer, manoeuvre, manœuvre, manœuvrer, la manœuvre, manœuvres
ελιγμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
manovra, manovra di, manovrare, di manovra, manovre
ελιγμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moda, maneira, manobra, modo, manobrar, manobra de, manobras, a manobra, de manobra
ελιγμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
manoeuvreren, rangeren, manoeuvre, manoeuvreerruimte, bewegingsruimte, handeling
ελιγμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
манёвр, маневр, маневрировать, интрига, лавировать, прием, маневра, маневром
ελιγμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
manøver, manøveren, handlingsrom, manøvrere
ελιγμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
manöver, manövern, manöverutrymme, utrymme
ελιγμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimintamalli, liike, manööveri, taktikoida, liikkumavaraa, liikkumavara
ελιγμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
manøvre, spillerum, handlefrihed, manøvren, manøvrere
ελιγμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
manévr, manévru, manévrem, maneuver
ελιγμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
manewr, manewrować, posunięcie, ruch, manewru, manewrem
ελιγμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hadmozdulat, manőver, manővert, mozgásteret, művelet, mozgástér
ελιγμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
manevra, manevrası, bir manevra, manevrasının, manevranın
ελιγμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нежіночна, маневр
ελιγμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
manovër, manovrim, manovër e, manovra, manovrimit
ελιγμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маневра, действие, маневриране, маневри, маньовър
ελιγμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манеўр, манэўр, манёўр
ελιγμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
manööver, tegutsemisruumi, manöövri, manööverdamiseks, tegutsemisruum
ελιγμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
manevri, spletka, intriga, manevrirati, manevar, manevara, manevra, manevrom
ελιγμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
maneuver, flugbragð, stjórnun er gerð, stjórnun er, módeli
ελιγμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
manevras, manevruoti, manevrą, manevro
ελιγμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
manevrs, manevru, manevrēt, manevros
ελιγμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маневар, маневрирање, маневарски, маневарот, маневри
ελιγμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
manevră, manevra, manevre, de manevră, manevră de
ελιγμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
manever, manevra, posebnega elementa, manevrov med celotno operacijo, manevrira
ελιγμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
manéver, manévre
Τυχαίες λέξεις