Beható στα ελληνικά

Μετάφραση: beható, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθυστόχαστος, βαθύς, βαθιά, βαθιές, βαθύ, έντονη
Beható στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behatolás στα ελληνικά - εισροή, εισχώρηση, εισβολής, εισβολή, διείσδυσης, εισβολέων
  • behatás στα ελληνικά - επίδραση, ορμή, σύγκρουση, κρούση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, ...
  • behintés στα ελληνικά - αιμάτωση, αιμάτωσης, διάχυσης, διάχυση, έγχυσης
  • behordás στα ελληνικά - στεγαστικός, στέγαση, για τον καθορισμό, για τη θέσπιση, τον, για τον, περί
Τυχαίες λέξεις
Beható στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθυστόχαστος, βαθύς, βαθιά, βαθιές, βαθύ, έντονη