Εντατικοποίηση στα αγγλικά

Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intensification, intensifying, intensify, intensified, stepping
Εντατικοποίηση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση

εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, εντατικοποίηση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εντάσσω στα αγγλικά - enrol, enlist, I include
  • εντατικά στα αγγλικά - intensively, intensive, intensely, extensively, actively
  • εντατικός στα αγγλικά - intense, intensive, intensified, an intensive, our intensive
  • εντείνω στα αγγλικά - heighten, intensify, redouble
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: intensification, intensifying, intensify, intensified, stepping