Belgyógyászat στα ελληνικά

Μετάφραση: belgyógyászat, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρμακο, ιατρική, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Belgyógyászat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belföld στα ελληνικά - εσωτερικό, ενδοχώρα, εσωτερικές, εσωτερικές πλωτές, εσωτερικών πλωτών, εσωτερικής ναυσιπλοΐας
  • belgyógyász στα ελληνικά - γιατρός, παθολόγος, internist, παθολόγο, εσωτερικής παθολογίας, ειδικό εσωτερικής παθολογίας
  • belgyógyászati στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
  • belsejében στα ελληνικά - μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
Τυχαίες λέξεις
Belgyógyászat στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρμακο, ιατρική, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου