Λέξη: αποικία

Σχετικές λέξεις: αποικία

αποικία χρέους, αποικία βακτηρίων, αποικία ορεινών μανιταριών, αποικία καβάφη, αποικία στον άρη, αποικία ψυχοπαθών λέρου, αποικία μυρμηγκιών, αποικία ορισμός, αποικία θουρίων, αποικία καβάφης

Συνώνυμα: αποικία

παροικία, επίλυση, διακανονισμός, εγκατάσταση, συνοικισμός

Μεταφράσεις: αποικία

αποικία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
colony, settlement, colony of, a colony, colony was

αποικία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colonia, colonias, colonia de, de colonias, la colonia

αποικία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kolonie, siedlung, Kolonie, Kolonien

αποικία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hameau, peuplement, colonie, possession, colonies, colonie de, la colonie, des colonies

αποικία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colonia, colonia di, colonie, delle colonie

αποικία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colônia, colónia, colónias, colônia de, colônias

αποικία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kolonie, volksplanting, nederzetting, kolonie van, kolonies, colony, kolonie te

αποικία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
селение, колония, семья, поселение, колонии, колонией, колонию, колоний

αποικία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
koloni, kolonien, Colony

αποικία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koloni, kolonin

αποικία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asutus, alusmaa, uudisasutus, siirtola, siirtomaa, pesäke, pesäkkeitä, colony, siirtokunta

αποικία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bosættelse, koloni, kolonien, kolonistimulerende, koloniens

αποικία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osada, kolonie, kolonií, kolonii, kolonotvornýc

αποικία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osada, kolonia, kolonii, kolonią, kolonię, kolonie

αποικία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kolónia, üdülőtelepen, gyarmat, telep, kolóniát

αποικία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sömürge, koloni, Colony, kolonisi, sömürgesi, bir koloni

αποικία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колонія, оселення, поселення, родина, сім'я

αποικία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
koloni, kolonia, koloni e, kolonisë, kolonia e

αποικία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колония, колонии, колониите, колонията, на колониите

αποικία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калонія, калёнія, асада

αποικία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koloonia, kolooniaid, kolooniat, kolooniate, talude kompleksis

αποικία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koloniju, kolonije, kolonija, naseobina, naselje

αποικία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýlenda, nýlendu, nýlendan, nýlenduna, þyrping

αποικία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
colonia

αποικία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvenvietė, kolonija, kolonijas, kolonijų, kolonijos, kolonijas sudarančių vienetų

αποικία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmetne, kolonija, koloniju, kolonijas, mikroorganismu, mikroorganismu koloniju

αποικία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колонијата, колонија, колонии

αποικία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colonie, coloniilor, coloniei, a coloniilor, colonie de

αποικία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolonija, Naselje, kolonijo, kolonije

αποικία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolónie, kolónia, kolónií, colony, kolóniu
Τυχαίες λέξεις