Dömping στα ελληνικά
Μετάφραση: dömping, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίχνω, πετώ, ξεφορτώνομαι, ντάμπινγκ, αντιντάμπινγκ, πρακτικής ντάμπινγκ, πρακτική ντάμπινγκ, το ντάμπινγκ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dögös στα ελληνικά - σέξι, καυτό, καυτός, ζεστό, ζεστού, θερμό
- dölyf στα ελληνικά - στομάχι
- döngés στα ελληνικά - βουίζω, κηφήνας, clunk, χτύπημα μετάλλων
- döntés στα ελληνικά - κρίση, απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή
Τυχαίες λέξεις
Dömping στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίχνω, πετώ, ξεφορτώνομαι, ντάμπινγκ, αντιντάμπινγκ, πρακτικής ντάμπινγκ, πρακτική ντάμπινγκ, το ντάμπινγκ
Μεταφράσεις: ρίχνω, πετώ, ξεφορτώνομαι, ντάμπινγκ, αντιντάμπινγκ, πρακτικής ντάμπινγκ, πρακτική ντάμπινγκ, το ντάμπινγκ