Λέξη: γόνιμος

Σχετικές λέξεις: γόνιμος

γόνιμος συνώνυμα, γόνιμος english, γόνιμος αντωνυμο, γόνιμος διάλογος, γόνιμος ορισμός

Συνώνυμα: γόνιμος

εύφορος, καρποφόρος, εύκαρπος

Μεταφράσεις: γόνιμος

γόνιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fruitful, fertile, prolific, fecund, infertile

γόνιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fértil, fecundo, fructífero, fértiles, fecunda, fertilidad

γόνιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
produktiv, fruchtbar, fruchtbaren, fruchtbare, fruchtbares, fruchtbarer

γόνιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fécond, prolifique, fertile, plantureux, productif, fructueux, abondant, fertiles, féconde, fertilité

γόνιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
opimo, fertile, fertili, fecondo, feconda, fertilità

γόνιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fértil, fecundo, balsa, férteis, fecunda, fertilidade

γόνιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchtbaar, vruchtbare, de vruchtbare, een vruchtbare, vruchtbaarste

γόνιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плодородный, хлебородный, плодоносный, ноский, изобильный, результативный, плодоносящий, плодотворный, урожайный, продуктивный, плодовитый, насыщенный, всхожий, плодородной, плодородная, плодородные, плодородна

γόνιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fruktbar, frukt, fruktbare, frodig, fruktbart

γόνιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fruktbar, bördig, fertil, fertila, fertilt, bördiga

γόνιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viljava, kukkea, vehmas, hedelmällinen, antoisa, tuottelias, lihava, hedelmällisen, hedelmällistä, hedelmällisessä, hedelmällisiä

γόνιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frugtbar, frugtbare, frugtbart, fertile, frodige

γόνιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plodný, výnosný, bohatý, produktivní, úspěšný, bujný, žírný, úrodný, hojný, úrodná, úrodné, úrodnou

γόνιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żyzny, owocny, owocujący, chlebodajny, rodny, plenny, płodny, urodzajny, rodzący, żyzna

γόνιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eredményes, termékeny, a termékeny, fertilis, termékenyek

γόνιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verimli, bereketli, fertil, verimli bir, doğurgan

γόνιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плідний, рясний, плодючий, результативний, насичений, родючий, плодовитий

γόνιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjellor, pjellore, frytshëm, pjellore e, plleshme

γόνιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плодороден, плодородна, плодородната, плодородни, плодородните

γόνιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўрадлівы, урадлівы, дзетародны, пладародны

γόνιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viljakas, viljaka, viljakat, viljakad, viljakate

γόνιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plodan, plodnoga, plodna, rodan, plodno, plodne, plodni

γόνιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frjósöm, frjósamur, frjó, frjósamt, barneignaraldri

γόνιμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fertilis, pinguis

γόνιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
derlingas, derlingos, derlinga, vaisingos, vaisingas

γόνιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ražīgs, auglīgs, auglīga, auglīgas, auglīgu, auglīgā

γόνιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плодна, плодно, плодните, плодната, плодни

γόνιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roditor, fertil, fertile, fertilă, fertila, fertilitate

γόνιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rodovitna, rodovitno, plodna, plodni, rodovitne

γόνιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plodný, výnosný, úrodný, úrodná, úrodny
Τυχαίες λέξεις