Depó στα ελληνικά

Μετάφραση: depó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταμείο, αποθήκη, σταθμός, αποθήκης, τόπο, αποθέματος
Depó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deportálás στα ελληνικά - υποβιβασμός, υποβιβασμού, του υποβιβασμού, υποβιβασμό, relegation
  • depresszió στα ελληνικά - σηκός, κατάθλιψη, κατάθλιψης, την κατάθλιψη, της κατάθλιψης, η κατάθλιψη
  • derekas στα ελληνικά - ανδρικός, γενναίος, λεβέντικος
  • deriválás στα ελληνικά - παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, συναγωγή
Τυχαίες λέξεις
Depó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταμείο, αποθήκη, σταθμός, αποθήκης, τόπο, αποθέματος