Diszkréció στα ελληνικά

Μετάφραση: diszkréció, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχεμύθεια, διακριτικότητα, περίσκεψη, διάκριση, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, διακριτικής ευχέρειας, περιθώριο εκτιμήσεως
Diszkréció στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diszharmónia στα ελληνικά - έλλειψη αρμονίας, δυσαρμονία, δυσαρμονίας, η δυσαρμονία, τη δυσαρμονία
  • diszkrecionális στα ελληνικά - διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική
  • diszkrét στα ελληνικά - εχέμυθος, διακριτικός, διακριτά, διακριτές, διακριτών, διακριτή, διακριτό
  • diszkvalifikálás στα ελληνικά - αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, έκπτωσης, απαγόρευση
Τυχαίες λέξεις
Diszkréció στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχεμύθεια, διακριτικότητα, περίσκεψη, διάκριση, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, διακριτικής ευχέρειας, περιθώριο εκτιμήσεως