Λέξη: γενίκευση
Σχετικές λέξεις: γενίκευση
βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, χαρτογραφική γενίκευση, γενίκευση συνώνυμα, γενίκευση φασισμός, γενίκευση του πυθαγόρειου θεωρήματος, επαγωγική γενίκευση
Συνώνυμα: γενίκευση
επικράτηση, επικράτηση ιδέων
Μεταφράσεις: γενίκευση
γενίκευση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
generalisation, generalization, prevalence, widespread introduction, generalization of, generalize
γενίκευση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
generalización, la generalización, generalización de, de generalización, generalizaciones
γενίκευση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verallgemeinerung, Verallgemeinerung, Generalisierung, Generalisation, Verallgemeinerungen
γενίκευση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
généralisation, la généralisation, généraliser, généralisation de, de généralisation
γενίκευση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generalizzazione, la generalizzazione, di generalizzazione, generalizzazioni, generalizzare
γενίκευση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
generalização, de generalização, a generalização, generalizações, generalização de
γενίκευση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
generalisatie, veralgemening, generalisering, generaliseren, veralgemenisering
γενίκευση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обобщение, обобщением, обобщения, обобщении, обобщает
γενίκευση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
generalisering, generaliser, generaliseringen, generalization, generaliserings
γενίκευση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
generalisering, generalise, generalisera, generaliseringen, generaliseringar
γενίκευση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleistys, yleistäminen, yleistymistä, yleistämistä, yleistystä
γενίκευση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
generalisering, generaliseringen, generalisation, generalisere
γενίκευση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
generalizace, zevšeobecnění, zobecnění, zevšeobecňování, zobecněním
γενίκευση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uogólnienie, uogólnieniem, generalizacja, uogólnienia, generalizacji
γενίκευση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
általánosítás, általánosítása, általánossá, generalizációval, generalizálás
γενίκευση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genelleme, genelleştirme, genelleştirilmesi, genellemesi, genellemedir
γενίκευση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
узагальнення
γενίκευση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjithësim, përgjithësimi, generalisation, përgjithësimin, përgjithësim i
γενίκευση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обобщение, обобщаване, генерализация, обобщения, генерализиране
γενίκευση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абагульненне, ¢ нае абагульненне, нае абагульненне, абагульненьне
γενίκευση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üldistamine, üldistus, generaliseerumisega, generalisatsiooniga, generalisatsiooniga või
γενίκευση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
generalizacija, generalizacije, uopćavanje, poopćavanje, generalization
γενίκευση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alhæfing, alhæfingin, alhæfingu, alhæfing að, alhæfing sér
γενίκευση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apibendrinimas, apibendrintas, apibendrinimo, generalizacija
γενίκευση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vispārinājums, vispārināšana, vispārinājumu, vispārināšanu, vispārināšanas
γενίκευση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
генерализација, генерализацијата, генерализирање, воопштување, генерализација со
γενίκευση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
generalizare, generalizarea, de generalizare, generalizării, generalizări
γενίκευση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posplošitev, posploševanje, generalizacije, posploševanja, generalizacija
γενίκευση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zovšeobecnenie, zovšeobecnenia, zovšeobecnení, zovšeobecniť, zovšeobecneniu
Τυχαίες λέξεις