Λέξη: γεμάτος

Σχετικές λέξεις: γεμάτος

γεμάτος συνώνυμα, γεμάτος δίσκος, γεμάτος σκληρός δίσκος, γεμάτος πλανήτης άδεια πιάτα

Συνώνυμα: γεμάτος

άρτιος, μεστός, χορτάτος, φορτωμένος, υπερπλήρης, ξεχειλιστικός, συνωστισμένος, πολυάνθρωπος, κατάφορτος, πλήρης

Μεταφράσεις: γεμάτος

γεμάτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
full, replete, teeming, loaded, full of

γεμάτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabal, harto, relleno, completo, entero, lleno, total, todo, pleno, completa, plena

γεμάτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ganz, gesamter, vollständig, gesamt, aller, drall, voll, völlig, ganze, voller, volle

γεμάτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
global, repu, ras, étoffé, chargé, absolu, tout, plein, complètement, nourri, plénitude, entier, complet, total, pleine, complète, pleinement

γεμάτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pieno, complessivo, completo, intero, totale, colmo, piena, completa

γεμάτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
todo, cumprir, totalitário, total, completo, cheio, pleno, completamente, inteiro, cheia

γεμάτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
algeheel, voluit, totaal, geheel, volslagen, vol, volledig, heel, voltallig, gans, compleet, volkomen, ten volle, volledige, volle

γεμάτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свободный, изобилующий, обильный, заполненный, многоводный, преисполненный, захватанный, полноценный, сытый, дородный, парадный, общий, богатый, полный, целый, валютный, полная, полной, полное, полным

γεμάτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
full, utførlig, hel, fullstendig, fyldig, fullt, hele, fulle, komplett

γεμάτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
summa, full, total, fullt, hela, fullständig, fullständiga

γεμάτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täydellinen, kokonaan, vanuttaa, kokonainen, kylläinen, koko, aivan, täysi, täysin, täynnä, täyden

γεμάτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
total, hele, fuld, fulde, fuldt, fuldt ud

γεμάτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plnost, úplný, celý, kompletní, sytý, obsazený, plný, hojný, naplněný, nasycený, plně, plné

γεμάτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pełny, pełen, kompletny, pełnowartościowy, pełnoprawny, pełnoetatowy, w pełni, cały, pełna

γεμάτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teli, hiánytalan, tele, kövérkés, kiadós, teljes, teljes körű, a teljes, teljes mértékben

γεμάτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tam, tüm, bütün, dolu, kullanıcının tam, tam bir

γεμάτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатий, повний, повен, рясний, огрядний, вільний, повна, повну

γεμάτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plotë, i plotë, plot, të plotë, e plotë

γεμάτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пълен, пълно, пълна, пълния, пълната

γεμάτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поуны, поўны, поўная, Полный

γεμάτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otse, täis, täielik, täieliku, täielikku, täies

γεμάτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
puni, cjelovitu, pun, sve, punopravna, punim, s punim, puna

γεμάτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullur, Full, fullu, fullt, fullri

γεμάτος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
plenus

γεμάτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pilnas, visas, ištisas, visiškai, visą, visa

γεμάτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kopējs, pilnīgs, viss, pilns, pilnīgi, pilnu, pilna, pilnībā

γεμάτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
целосно, целосна, полн, полна, целосен

γεμάτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
complet, plin, deplin, completă, integrala, deplină

γεμάτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poln, sit, polna, polno, popolna, polni

γεμάτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plno, plne, úplne, plnej miere, v plnej miere, plnom rozsahu
Τυχαίες λέξεις