Dolgos στα ελληνικά

Μετάφραση: dolgos, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
Dolgos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dokumentációs στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, Τεκμηρίωση, Τεκμηρίωσης, Έγγραφα, Documentation, την τεκμηρίωση
  • dolcsi στα ελληνικά - προβιά, γδέρνω, δέρμα, δολάρια, bucks, πολλά χρήματα, δολάρια για, ...
  • dolgozó στα ελληνικά - εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
  • dolgozószoba στα ελληνικά - σπουδάζω, σπουδές, μελέτη, γραφείο, μελέτης, σπουδών, έρευνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Dolgos στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο