Ellen στα ελληνικά
Μετάφραση: ellen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατά, εναντίον, έναντι, κατά της, από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elkülönülés στα ελληνικά - απομόνωση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλληση, αποκόλλησης, απόσπασης
- ellazított στα ελληνικά - αργοκίνητος, λάσκος, μπόσικος, χαλαρός, χαλαρή, χαλαρό, χαλαρωτική, ...
- ellenfal στα ελληνικά - αντίπαλος, αντίπαλο, αντίπαλης, αντιπάλου, αντίπαλό
- ellenfél στα ελληνικά - εχθρός, αντίπαλος, αντίπαλο, αντίπαλης, αντιπάλου, αντίπαλό
Τυχαίες λέξεις
Ellen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατά, εναντίον, έναντι, κατά της, από
Μεταφράσεις: κατά, εναντίον, έναντι, κατά της, από