Λέξη: ατομικά
Σχετικές λέξεις: ατομικά
ατομικά βάρη, ατομικά παιχνίδια, ατομικά γλυκάκια, ατομικά πιτσάκια, ατομικά αθλήματα, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ατομικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ατομικά δικαιώματα, ατομικά ρολόγια, ατομικά κεκάκια
Μεταφράσεις: ατομικά
ατομικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
individually, individual, Civil, personal, the individual
ατομικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
individualmente, individual, forma individual, de forma individual, manera individual
ατομικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einzelne, individuell, einzeln, eine individuell, individuelle, einzelnen
ατομικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
individuellement, individuel, individuelle, séparément
ατομικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
individualmente, singolarmente, autonomamente, individuale, personalizzato
ατομικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
individualmente, individual, individuais
ατομικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
individueel, afzonderlijk, individuele, apart
ατομικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отдельно, неорганизованно, индивидуально, в отдельности, отдельности, по отдельности, индивидуальном
ατομικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
individuelt, enkeltvis, hver, hver for, individuell
ατομικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
individuellt, enskilt, sig, för sig, personligen
ατομικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksittäin, erikseen, yksilöllisesti, yksitellen, yksin
ατομικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
individuelt, enkeltvis, hver, hver for, individuel
ατομικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jednotlivě, individuálně, samostatně, osobně, individuální
ατομικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
indywidualizować, indywidualnie, pojedynczo, oddzielnie, osobno, indywidualnym
ατομικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyénileg, egyedileg, egyenként, külön, egyedi
ατομικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bireysel, tek, ayrı ayrı, tek tek, ayrı
ατομικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окремо, у окремішності
ατομικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
individualisht, individuale, mënyrë individuale, në mënyrë individuale, veç e veç
ατομικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
индивидуално, поотделно, самостоятелно, отделно, лично
ατομικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паасобку, ў асобнасці, у асобнасці, асобна
ατομικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksikult, eraldi, individuaalselt, isiklikult, ükshaaval
ατομικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojedinačno, individualno, samostalno, zasebno, individualnim
ατομικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sig, fyrir sig, sérstaklega, ein, hvert
ατομικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskirai, individualiai, konkrečiai
ατομικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
individuāli, atsevišķi, atsevišėi
ατομικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поединечно, индивидуално, одделно, самостојно, посебно
ατομικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
individual, mod individual, în mod individual, separat
ατομικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posamično, posamezno, individualno, posebej, posamič
ατομικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jednotlivo, individuálne, samostatne, jednotlivých, osobitne
Στατιστικά δημοτικότητας: ατομικά
Τυχαίες λέξεις