Λέξη: διαταραχή

Σχετικές λέξεις: διαταραχή

διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας, διαταραχή διαγωγής, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, διαταραχή προσωπικότητας, διαταραχή μετατροπής, διαταραχή μετατραυματικού στρεσ, διαταραχή σωματοποίησης, διαταραχή πανικού, διαταραχή προσκόλλησης, διαταραχή διαγωγής μελέτη περίπτωσης, διπολική διαταραχή, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διπολική διαταραχή συμπτώματα, αγχώδης διαταραχή, διπολικη διαταραχή

Συνώνυμα: διαταραχή

ξεχαρβάλωμα, παραφροσύνη

Μεταφράσεις: διαταραχή

διαταραχή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disorder, disturbance, disruption, impaired, impairment

διαταραχή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desorden, desconcierto, desarreglo, trastorno, trastorno de, el trastorno, enfermedad

διαταραχή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unordnung, chaos, Störung, Unordnung, Erkrankung

διαταραχή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confusion, dérangement, maladie, troubles, fouillis, perturbation, anarchie, désordre, dérèglement, pagaille, pagaïe, atteinte, trouble, chaos, le trouble

διαταραχή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disordine, soqquadro, scompiglio, disturbo, malattia, disturbi, disturbo di

διαταραχή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desordem, desobedecer, desordenar, doença, transtorno, distúrbio, transtorno de

διαταραχή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rotzooi, janboel, verwarring, rommel, disorde, wanorde, stoornis, aandoening, ziekte, stoornissen

διαταραχή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расстраивать, непорядок, нарушение, неустройство, безалаберность, беспорядки, беспорядочность, кавардак, беспорядок, неустроенность, расстройство, неурядица, разлад, разброд, бестолковщина, расстройства, заболевание

διαταραχή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uorden, lidelse, forstyrrelse

διαταραχή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oordning, oreda, störning, sjukdom, sjukdomen

διαταραχή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häiritä, vaivata, hajaannus, hämminki, epäjärjestys, vaiva, häiriö, häiriön, mielialahäiriö, häiriötä

διαταραχή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forvirring, uorden, forstyrrelse, lidelse, sygdom

διαταραχή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
onemocnění, nepořádek, výtržnost, porucha, zmatek, poruchy, poruchou

διαταραχή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezład, nieporządek, roztrzepać, nieład, bałagan, zaburzenie, rozwichrzyć, rozstrój, choroba, dolegliwość, zaburzenia, zaburzeniem

διαταραχή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendellenesség, rendetlenség, zavar, betegség, betegségben

διαταραχή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karışıklık, düzensizlik, bozukluğu, bozukluk, hastalıktır, bir hastalıktır

διαταραχή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, безладдя, розлад, розлади

διαταραχή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çrregullim, çrregullimi, çrregullim i, çrregullim të, crregullim

διαταραχή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безредици, смущение, безредие, безпорядък, разстройство

διαταραχή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
засмучэнне, расстройства, разлад, расстройствы, расстройство

διαταραχή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häire, korratus, haigus, häired, häiret

διαταραχή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabuna, metež, rasulo, smetnja, bolest, zbrka, poremećaj, poremećaja, poremećaji, nered

διαταραχή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
röskun, raskanir, truflun, sjúkdómur, kvillinn

διαταραχή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
confusio

διαταραχή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
netvarka, sutrikimas, sutrikimai, sutrikimo, liga

διαταραχή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nekārtība, nemieri, traucējums, traucējumi, slimība

διαταραχή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нарушување, пореметување, растројство, заболување, нарушување на

διαταραχή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezordine, tulburare, tulburare de, tulburarea, tulburări de

διαταραχή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
motnja, motnje, motnjo, bolezen

διαταραχή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porucha, poruchy, zlyhanie, poškodenie, poruchu

Στατιστικά δημοτικότητας: διαταραχή

Τυχαίες λέξεις