Eltökéltség στα ελληνικά

Μετάφραση: eltökéltség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λύνω, αποφασίζω, διευθετώ, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Eltökéltség στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eltérítés στα ελληνικά - παρεκτροπή, παρέκβαση, εκτροπή, εκτροπής, της εκτροπής, εκτροπής του, η εκτροπή
  • eltévelyedett στα ελληνικά - το χαμένο, The Lost, η χαμένη, το απολεσθέν, το The Lost
  • eltörlés στα ελληνικά - ακυρώνω, ανακαλώ, καταργώ, κατάργηση, κατάργησης, καταργήσεως, την κατάργηση, ...
  • eltúlzott στα ελληνικά - υπερβολικός, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Τυχαίες λέξεις
Eltökéltség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λύνω, αποφασίζω, διευθετώ, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό