Λύνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: λύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eltökéltség, megoldására, megoldani, oldja, oldja meg, megoldja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λύνω
λύνω προβλήματα με ποσοστά, λύνω σύνθετα προβλήματα β δημοτικού, λύνω μάγια, λύνω προβλήματα με αντιστρόφως ανάλογα ποσά, λύνω συνώνυμα, λύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λύνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λόφος στα ουγγρικά - domb, Hill, hegy, dombon, hegyen
- λύμα στα ουγγρικά - megrongálódás, túlfolyó, pocsékolás, eldobott, fonalhulladék, elvesztegetés, elkótyavetyélés, ...
- λύπη στα ουγγρικά - bánat, baj, sajnálkozás, szomorúság, szomorúságot, a szomorúság, szomorúsággal, ...
- λύση στα ουγγρικά - oldás, feloldás, megfejtés, megoldás, oldatot, oldat, megoldást, ...
Τυχαίες λέξεις
Λύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: eltökéltség, megoldására, megoldani, oldja, oldja meg, megoldja
Μεταφράσεις: eltökéltség, megoldására, megoldani, oldja, oldja meg, megoldja